μουσικα νεα

[μουσικα νεα][bsummary]

διαφορα αρθρα

[διαφορα αρθρα][bsummary]

αθλητικα

[αθλητικα][bsummary]

Καινή Διαθήκη



Καινή Διαθήκη ονομάζεται το δεύτερο μέρος της ιερής γραμματείας ή ιερών κειμένων των Χριστιανών. Η Παλαιά και η Καινή Διαθήκη αποτελούν την Αγία Γραφή των Χριστιανών· μάλιστα στην Καινή Διαθήκη περιλαμβάνονται περίπου 1.005 παραθέματα από την Παλαιά Διαθήκη[1]. Η Καινή Διαθήκη γράφτηκε από πολλούς συντάκτες μέσα σε μια χρονική περίοδο 50 περίπου ετών. Οι Χριστιανοί συγκέντρωσαν σταδιακά τα κείμενα αυτά σε ένα σώμα, μετά το θάνατο και την ανάσταση του Ιησού, ώστε να ενισχυθεί το έργο της διάδοσης του μηνύματός του στον κόσμο. Επίσης, με το έργο αυτό θέλησαν να μεταδώσουν στις επόμενες γενιές χωρίς αλλοιώσεις, τις πληροφορίες για όσα είδαν και άκουσαν. Η πλειονότητα των βιβλίων της Καινής Διαθήκης γράφτηκαν εξ αρχής στα ελληνικά.
Από ευαισθησία προς τους Εβραίους συγγραφείς της Ιουδαϊκής Βίβλου, κάποιοι επιλέγουν να χρησιμοποιούν τους όρους "Εβραϊκές Γραφές" ή "Εβραϊκή Βίβλος" και Χριστιανικές (Ελληνικές) Γραφές αντί της παραδοσιακής χριστιανικής ονοματοδοσίας "Παλαιά Διαθήκη" και "Καινή Διαθήκη" αντίστοιχα[2].

Περιεχόμενο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Καινή Διαθήκη αποτελείται από τέσσερα διαφορετικά είδη βιβλίων:
  • Τα τέσσερα Ευαγγέλια: δίνουν πληροφορίες για τη διδασκαλία του Ιησού και λίγες πληροφορίες για τη ζωή του, όσες ήταν απαραίτητες ώστε να γίνει πιο κατανοητό το μήνυμα της διδασκαλίας του. Πιστεύεται ότι έχουν γραφτεί από τέσσερις πιστούς χριστιανούς: Τους αυτόπτες μάρτυρες της επίγειας ζωής του Ιησού, Ματθαίο και Ιωάννη και τους αυτήκοους μάρτυρες των μαθητών του, Μάρκο και Λουκά. Τα βιβλία αυτά καταγράφηκαν μεταξύ του 60 και του 110 μ.Χ..
  • Τις Πράξεις των αποστόλων: Μετά από την ανάσταση και ανάληψη Του Ιησού, οι πιστοί ενώθηκαν και δημιούργησαν την "εκκλησία", ως οργανωμένη κοινωνία πιστών. Η πρώιμη ιστορία της εκκλησίας και των αποστόλων της περιγράφεται στο βιβλίο "Πράξεις των Αποστόλων" που έγραψε ο Ευαγγελιστής Λουκάς. Το βιβλίο αυτό χωρίζεται σε δύο κύριες ενότητες:
    • Τις Πράξεις του Πέτρου
    • Τις Πράξεις του Παύλου
Ο Πέτρος ήταν ένας από τους πρώτους μαθητές του Ιησού ενώ ο Παύλος ήταν απόστολος στον μη εβραϊκό κόσμο, της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.
  • Τις Επιστολές: Από τα 27 βιβλία της Καινής Διαθήκης, τα 21 έχουν την μορφή των επιστολών. Οι 14 από αυτές γράφτηκαν από τον Απόστολο Παύλο. Μέσω αυτών απευθύνθηκε στους πιστούς διδάσκοντας το λόγο του Ιησού, δίνοντας λύσεις στα τοπικά προβλήματα των εκκλησιών και συμβουλές για το πως να ζήσουν μια χριστιανική ζωή.
  • Την Αποκάλυψη: Το βιβλίο αυτό είναι γνωστό ως Αποκάλυψη του Ιωάννη, εξαιτίας της πίστης ότι γράφτηκε από τον Ευαγγελιστή Ιωάννη. Το περιεχόμενό του ενθαρρύνει τους Χριστιανούς να κρατήσουν την πίστη τους παρ´όλες τις δυσκολίες που θα συναντήσουν, δίνοντας ταυτόχρονα ένα μήνυμα ελπίδας.

Τι είναι η Καινή Διαθήκη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η έκφραση «Καινή Διαθήκη», σύμφωνα με τη χριστιανική παράδοση, προέρχεται από τον ίδιο τον Ιησού Χριστό, ο όποιος κατά τις διηγήσεις των ευαγγελιστών και την παράδοση που διασώζει ο Απ. Παύλος, τη βραδιά του μυστικού δείπνου είπε: «Τούτο γαρ εστί το αίμα μου το της καινής διαθήκης το περί πολλών εκχυνόμενον εις άφεσιν αμαρτιών» (Ματθ. 26, 28 | Μαρκ. 14, 24 | Λουκ. 22, 20 | Α΄ Κορ. 11, 25), δηλώνοντας έτσι μια νέα περίοδο της θείας οικονομίας.
Τα βιβλία που γράφηκαν από συγγραφείς της πρώτης εκκλησίας και περιέχουν τη διδασκαλία περί πραγματοποίησης των υποσχέσεων του θεού, το θάνατο και την ανάσταση του Χριστού, ονομάστηκαν «Καινή Διαθήκη» σε αντιδιαστολή προς τα βιβλία της προηγούμενης περιόδου της οικονομίας του Θεού, της «Παλαιάς Διαθήκης».
Ο όρος «Καινή Διαθήκη» προς δήλωση του συνόλου των βιβλίων, που περιέχουν τη νέα οικονομία του Θεού, μαρτυρείται από τα τέλη του 2ου αιώνα και επικρατεί οριστικά από τις αρχές του 3ου αιώνα και μετά. Τα βιβλία που αποτέλεσαν την Καινή Διαθήκη είναι η τελική καταγραφή της προφορικά και γραπτά μεταδιδόμενης χριστιανικής παράδοσης. Αλλά και αυτά, την εποχή που γράφηκαν δεν αναγνωρίστηκαν αμέσως ως «Γραφή». Εκείνο που τα επέβαλε στη συνείδηση των χριστιανών ήταν η αποστολική τους προέλευση και η συμφωνία τους προς την αλήθεια που είχε η εκκλησία ως ζωντανή παράδοση από τους «απ' αρχής αυτόπτας και υπηρέτας» του λόγου (Λουκ. 1, 2). Για πρώτη φορά περί τα μέσα του 2ου αιώνα μερικά χωρία από τα ευαγγέλια παρατίθενται ως «Γραφή».
Η Καινή Διαθήκη που αποτελείται από ένα σύνολο 27 βιβλίων, καθιερώθηκε με την τελική της μορφή στο δεύτερο μισό του 4ου αιώνα μ.Χ.
Τα βιβλία που την αποτελούν είναι:
  • Τα τέσσερα Ευαγγέλια:
1. κατά Ματθαίον, 2. κατά Μάρκον, 3. κατά Λουκάν, 4. κατά Ιωάννην (τα τρία πρώτα ονομάζονται και Συνοπτικά).
  • 5. Οι πράξεις των Αποστόλων
  • Οι επιστολές του Απ. Παύλου:
6. προς Ρωμαίους, 7. προς Κορινθίους Α, 8. προς Κορινθίους Β, 9. προς Γαλατάς, 10. προς Εφεσίους, 11. προς Φιλιππησίους, 12. προς Κολοσσαείς, 13. προς Θεσσαλονικείς Α, 14. προς Θεσσαλονικείς Β, 15. προς Τιμόθεον Α, 16. προς Τιμόθεον Β, 17. προς Τίτον, 18. προς Φιλήμονα, 19. προς Εβραίους
  • Οι Καθολικές επιστολές:
20. Ιακώβου, 21. Πέτρου Α, 22. Πέτρου Β, 23. Ιωάννου Α, 24. Ιωάννου Β, 25. Ιωάννου Γ, 26. Ιούδα
και

Η διαμόρφωση του Κανόνα της Καινής Διαθήκης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κατά τη διάρκεια του 1ου αιώνα, ο κανόνας ιερών συγγραμμάτων της χριστιανικής εκκλησίας αποτελούνταν αποκλειστικά από τις εβραϊκές «Γραφές» (Παλαιά Διαθήκη), οι οποίες θεωρούνταν θεόπνευστες. (2 Τιμ. 3:16· 2 Πέτρ. 1:20) Τα συγγράμματα που αργότερα έγιναν γνωστά ως Καινή Διαθήκη χρησιμοποιούνταν σε τακτική βάση από τις εκκλησίες κατά τη λατρεία, ως κριτήριο εκκλησιαστικής τάξης, για κατηχητική εκπαίδευση και για θεολογικούς σκοπούς. Αυτά τα νέα χριστιανικά συγγράμματα περιείχαν αναφορές σε άλλα χριστιανικά συγγράμματα της εποχής, χαρακτηρίζοντάς τα μάλιστα ως «Γραφές», σε σημείο ώστε μέχρι τα τέλη του δεύτερου αιώνα να αναφέρονται έτσι τα συγγράμματα της Καινής Διαθήκης[3]. Χριστιανικά έργα εκείνης της περιόδου όπως η Επιστολή Βαρνάβα και η Δεύτερη Επιστολή Κλήμεντος εισαγάγουν χωρία από αυτά τα χριστιανικά συγγράμματα με τον τρόπο που συνέβαινε ως τότε για τις εβραϊκές Γραφές: «Γέγραπται». Καθώς υπήρχε ακόμη διαθέσιμη η ζωντανή προφορική παράδοση των λόγων του Ιησού αλλά και η παρουσία των αποστόλων, των μαθητών των αποστόλων και των προφητών δεν υφίστατο καν η έννοια ενός κλειστού κανόνα αποδεκτών κειμένων[4]. Μόνο κατά τη διάρκεια του 2ου αιώνα τα Ευαγγέλια και οι επιστολές του αποστόλου Παύλου αναβαθμίστηκαν στο επίπεδο του «κανόνα».
Καθώς η εκκλησία θεωρούσε ότι ήταν ο «νέος Ισραήλ», παρέμενε προσκολλημένη στον κανόνα βιβλίων που χρησιμοποιούνταν από τους Ιουδαίους, με μια νέα όμως αντίληψη περί αυτού. Η Παλαιά Διαθήκη μπορούσε να θεωρηθεί χριστιανική μόνο εφόσον ήταν κατανοητό ότι έδινε μαρτυρία στο σύνολό της για τον Ιησού Χριστό[5].
Δεν μπορεί να λεχθεί με σαφήνεια πότε ακριβώς άρχισε η μακρόχρονη και αδιάκοπη διαμόρφωση του κανόνα της Καινής Διαθήκης καθώς η Iστορία ουσιαστικά σιωπά για αυτή τη σπουδαιότατη εξέλιξη της πρώιμης χριστιανικής εκκλησίας[6]. Αντί να αποτελεί αποτέλεσμα ενός συγκεκριμένου διατάγματος από ένα άτομο ή μια σύνοδο κατά την έναρξη της χριστιανικής εποχής, η συλλογή των βιβλίων της Καινής Διαθήκης έλαβε χώρα σταδιακά και επηρεάστηκε από διάφορους παράγοντες εντός και εκτός της εκκλησίας. Οι πρώτες ενδείξεις εμφανίζονται στο πρώτο μισό του δεύτερου αιώνα και εντατικοποιούνται ως τα μέσα του ίδιου αιώνα, καθώς αυξανόταν σημαντικά ο όγκος της χριστιανικής φιλολογίας που κυκλοφορούσε μεταξύ των εκκλησιών. Πρώτος που χρησιμοποιεί τον όρο «καινή» διαθήκη φέρεται να είναι ο επίσκοπος Ειρηναίος της Λυών (Λουγδούνου) στις αρχές του 3ου αιώνα, αν και δεν αντιμετωπίζει όλα τα «κανονικά» συγγράμματα της Καινής Διαθήκης με τον ίδιο τρόπο. Παρ' όλα αυτά, τα όρια του κανόνα είχαν ουσιαστικά παγιωθεί ως το έτος 200[7]. Βέβαια, η κανονικότητα κάποιων από τις Καθολικές Επιστολές και το βιβλίο της Αποκάλυψης παρέμεινε ζήτημα αντιλογίας για κάποιο διάστημα. Κατά τη διάρκεια του δεύτερου μισού του 4ου αιώνα, ο κανόνας της Καινής Διαθήκης καθορίστηκε τελειωτικά και επακριβώς σε μια σειρά εκκλησιαστικών συνόδων.
Πρώτος ο Μ. Αθανάσιος χρησιμοποιεί τον όρο κανών προς δήλωση του σώματος των βιβλίων της Αγίας Γραφής ή κατ' άλλους, για να δηλώσει τα έγκυρα βιβλία της Αγίας Γραφής σε αντίθεση με τα "απόκρυφα" ή "ακανόνιστα"[8]
"Τοσαύτα και τα της Καινής Διαθήκης βιβλία τα γε κανονιζόμενα, και της πίστεως ημών οιονεί ακροθίνια ή άγκυραι και ερείσματα"
("Σύνοψις" [επίτομος της Θείας Γραφής, Παλαιάς και Νέας Διαθήκης], PG 28, 293)
και
"βιβλία τούτων έξωθεν, ού κανόνιζόμενα"
(39η "Εορταστική Επιστολή", 75)
Επίσης, στο έργο του Περί Νικαίας (352), αναφερόμενος στον Ποιμένα του Ερμά, τον εξαιρεί από τον Κανόνα γράφοντας:
"εν δέ τω Ποιμένι γέγραπται, επειδή και τούτο καίτοι μη όν εκ του κανόνος"
("Περί Νικαίας, 17,3)
Εκείνη την περίοδο, στην Τοπική Σύνοδο της Λαοδίκειας του 363 γίνεται αναφορά στα «κανονικὰ [βιβλία] τῆς Παλαιᾶς καὶ Καινῆς Διαθήκης» και παρατίθεται η λίστα (κανών) αυτών των κανονικών βιβλίων:
«Κανὼν ΝΘ' Ὅτι οὐ δεῖ ἰδιωτικοὺς ψαλμοὺς λέγεσθαι ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ, οὐδὲ ἀκανόνιστα βιβλία, ἀλλὰ μόνα τὰ κανονικὰ τῆς Παλαιᾶς καὶ Καινῆς Διαθήκης.
Κανὼν Ξ' Ὅσα δεῖ βιβλία ἀναγινώσκεσθαι [...] τῆς Καινῆς Διαθήκης ταῦτα· Εὐαγγέλια τέσσαρα, κατὰ Ματθαῖον, κατὰ Μάρκον, κατὰ Λουκᾶν, κατὰ Ἰωάννην· Πράξεις Ἀποστόλων· Ἐπιστολαὶ καθολικαὶ ἑπτά, Ἰακώβου μία, Πέτρου δύο, Ἰωάννου τρεῖς, Ἰούδα μία· Ἐπιστολαὶ Παύλου δεκατέσσαρες· πρὸς Ρωμαίους μία, πρὸς Κορινθίους δύο, πρὸς Γαλάτας μία, πρὸς Ἐφεσίους μία, πρὸς Φιλιππησίους μία, πρὸς Κολοσσαεῖς μία, πρὸς Θεσσαλονικεῖς δύο, πρὸς Ἑβραίους μία, πρὸς Τιμόθεον δύο, πρὸς Τίτον μία, καὶ πρὸς Φιλήμονα μία».
(Κανόνες της εν Λαοδικεία Συνόδου 59 και 60)
Εντούτοις, έχουν διατυπωθεί αμφιβολίες για το κατα πόσον αυτή η λίστα Γραφικών βιβλίων (Κανόνας Ξ') είχε περιληφτεί μαζί με τους υπόλοιπους κανόνες ή αν αποτελεί μεταγενέστερη προσθήκη[9].
Με τον κανόνα της Λαοδίκειας ταυτίζεται —εκτός από το βιβλίο της Αποκάλυψης— η 39η Εορταστική Επιστολή του Αθανάσιου, το 367, η οποία απαριθμεί και τα 27 βιβλία της Καινής Διαθήκης, γεγονός που αποτελεί την πρώτη εμφάνιση του κανόνα με την μορφή που έχει μέχρι και σήμερα. Η Σύνοδος της Ιππώνος (393) και λίγο αργότερα η Σύνοδος της Καρχηδόνας το 397 εξέδωσαν τον ίδιο κατάλογο κανονικών βιβλίων. Εντούτοις κατά τη διάρκεια των αιώνων που ακολούθησαν δεν έγινε αποδεκτός ο κανόνας αυτός από όλους μέσα στη χριστιανική εκκλησία.
Για την Ορθόδοξη Εκκλησία, η 39η επιστολή που αποτελεί και κανόνα της Εκκλησίας, επικυρώθηκε από τη Σύνοδο της Καρθαγένης (419):
"Της Νέας Διαθήκης Ευαγγέλια τέσσαρα, Πράξεων τών Αποστόλων βίβλος μία, επιστολαί Παύλου δεκατέσσαρες, Πέτρου Αποστόλου δύο, Ιωάννου Αποστόλου τρεις, Ιακώβου Αποστόλου μία, Ιούδα Αποστόλου μία, Αποκαλύψεως Ιωάννου βίβλος μία."
(Κανών κδ’ της εν Καρθαγένη Συνόδου[10])
Το 405 ο Πάπας Ιννοκέντιος Α΄ σε επιστολή που έστειλε από τη Ρώμη προς τον επίσκοπο Εξιπερί της Τουλούζης (Exsuperius of Toulouse) κατονομάζει τα βιβλία που θεωρούνται έκτοτε κανονικά.
Τους κανόνες της Συνόδου της Καρθαγένης, επικύρωσε ο Κανών β’[11] της Εν Τρούλλω Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου το 691.
Βεβαίως, ενώ οι εκκλησιαστικοί πατέρες και οι τοπικές σύνοδοι αποφαίνονταν για την εγκυρότητα των Χριστιανικών συγγραμμάτων, η χρήση από τις Χριστιανικές κοινότητες παρείχε την πραγματική αξιολόγηση του τι θα περιλάμβανε ο κανόνας. Η Καινή Διαθήκη βασίστηκε τελικά στα συγγράμματα που είχαν ευρεία αποδοχή και ήταν χρήσιμα για την ανάγνωση στις κατά τόπους εκκλησίες. Βέβαια, ακόμη και σήμερα, για παράδειγμα, η Αιθιοπική (Αβυσσινιακή) Εκκλησία περιλαμβάνει στον κανόνα της 35 (ή 38) βιβλία αντί των 27.

Τα βιβλία της Καινής Διαθήκης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο παρακάτω πίνακας παρουσιάζει συνοπτικά την διακύμανση ως προς την αναγνώριση της κανονικότητας των βιβλίων της Καινής Διαθήκης.
Μαρκίων(μέσα 2ου αι. μ.Χ.)Ειρηναίος(τέλη 2ου αι. μ.Χ.)Μουρατοριανός Κανόνας
(τέλη 2ου αι. μ.Χ.)
Τερτυλλιανός(150-220 μ.Χ.)Αρχαία Συριακή μετάφραση
(Old Syriac)
2ος αι. μ.Χ.
[12]
ή κατ' άλλους,
Πεσίτα,
4ος/5ος αι. μ.Χ.
[13]
Ωριγένης(185-254 μ.Χ.)Ιππόλυτος(200-225 μ.Χ.)Ευσέβιος ο Καισαρείας (325-340 μ.Χ.)Σιναϊτικός κώδικας (4ος αι. μ.Χ.)Μ. Αθανάσιος(367 μ.Χ.)
1. Κατά ΜατθαίονΕκτόςΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικό
2. Κατά ΜάρκονΕκτόςΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικό
3. Κατά ΛουκάνΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικό
4. Κατά ΙωάννηνΕκτόςΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικό
5. ΠράξειςΕκτόςΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικό
6. Προς ΡωμαίουςΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικό
7. Προς Κορινθίους Α'ΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικό
8. Προς Κορινθίους Β'ΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικό
9. Προς ΓαλάταςΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικό
10. Προς ΕφεσίουςΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικό
11. Προς ΦιλιππησίουςΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικό
12. Προς ΚολοσσαείςΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικό
13. Προς Θεσσαλονικείς Α΄ΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικό
14. Προς Θεσσαλονικείς Β΄ΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικό
15. Προς Τιμόθεον Α΄ΕκτόςΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικό
16. Προς Τιμόθεον Β΄ΕκτόςΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικό
17. Προς ΤίτονΕκτόςΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικό
18. Προς ΦιλήμοναΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΕκτόςΚανονικόΚανονικόΚανονικό
19. Προς ΕβραίουςΕκτόςΕκτόςΕκτόςΕκτόςΚανονικόΑμφισβητ.ΕκτόςΚανονικόΚανονικόΚανονικό
20. ΙακώβουΕκτόςΕκτόςΕκτόςΕκτόςΚανονικόΑμφισβητ.ΕκτόςΑμφισβητ.ΚανονικόΚανονικό
21. Πέτρου Α΄ΕκτόςΚανονικόΕκτόςΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικό
22. Πέτρου Β΄ΕκτόςΕκτόςΕκτόςΕκτόςΕκτόςΑμφισβητ.ΚανονικόΑμφισβητ.ΚανονικόΚανονικό
23. Ιωάννου Α΄ΕκτόςΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικόΚανονικό
24. Ιωάννου Β΄ΕκτόςΚανονικόΚανονικόΕκτόςΕκτόςΑμφισβητ.ΕκτόςΑμφισβητ.ΚανονικόΚανονικό
25. Ιωάννου Γ΄ΕκτόςΕκτόςΕκτόςΕκτόςΕκτόςΑμφισβητ.ΕκτόςΑμφισβητ.ΚανονικόΚανονικό
26. ΙούδαΕκτόςΕκτόςΚανονικόΚανονικόΕκτόςΑμφισβητ.ΕκτόςΑμφισβητ.ΚανονικόΚανονικό
27. Αποκάλυψις ΙωάννουΕκτόςΚανονικόΚανονικόΚανονικόΕκτόςΚανονικόΚανονικόΑμφισβητ.ΚανονικόΚανονικό
Ποιμήν ΕρμάΕκτόςΚανονικόΕκτόςΕκτόςΕκτόςΚανονικόΕκτόςΕκτόςΚανονικόΕκτός
Επ. ΒαρνάβαΕκτόςΕκτόςΕκτόςΕκτόςΕκτόςΚανονικόΕκτόςΕκτόςΚανονικόΕκτός
Διδαχή των 12 Αποστ.ΕκτόςΕκτόςΕκτόςΕκτόςΕκτόςΚανονικόΕκτόςΕκτόςΕκτόςΕκτός
Αποκάλυψις ΠέτρουΕκτόςΕκτόςΚανονικόΕκτόςΕκτόςΕκτόςΕκτόςΕκτόςΕκτόςΕκτός
Α' ΚλήμεντοςΕκτόςΕκτόςΕκτόςΕκτόςΕκτόςΑμφισβητ.ΕκτόςΕκτόςΕκτόςΕκτός

Η ελληνική ως γλώσσα της Καινής Διαθήκης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η γλώσσα του Ιησού και των πρώτων Αποστόλων δεν ήταν η ελληνική. Το ευαγγέλιο κηρύχθηκε αρχικά στην αραμαϊκή χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η ελληνική γλώσσα δεν ήταν αρκετά γνωστή στην Παλαιστίνη κατά την εποχή του Ιησού. Στα Ιεροσόλυμα λειτουργούσαν τουλάχιστον πέντε συναγωγές Ελληνιστών Ιουδαίων, οι οποίοι, πρέπει να χρησιμοποιούσαν το ίδιο καλά την αραμαϊκή και την ελληνική. Πάντως το ευαγγέλιο κηρύχθηκε επί Παλαιστινιακού εδάφους στην αραμαϊκή, και σε αυτήν καταγράφτηκαν τα πρώτα "Λόγια του Ιησού" και οι πρώτες περί αυτού διηγήσεις. Όμως πολύ σύντομα, με την έξοδο των πρώτων ιεραποστόλων από το Παλαιστινιακό έδαφος, παρουσιάστηκε η ανάγκη ώστε το κήρυγμα της νέας θρησκείας να γίνεται στην ελληνική και λόγια του Ιησού ή παραδόσεις που είχαν γραφτεί στην αραμαϊκή, να μεταφρασθούν στην ελληνική.
Οι ελληνιστές Ιουδαίοι ιεραπόστολοι και ειδικά εκείνοι που είχαν ως κέντρο την Αντιόχεια, φαίνεται ότι υπήρξαν οι πρωτοπόροι προς την κατεύθυνση αυτή και η μετάφραση της Παλαιάς Διαθήκης στην ελληνική από τους "εβδομήκοντα" αποτέλεσε γι' αυτούς σημαντική κληρονομιά. Τα 27 βιβλία της Καινής Διαθήκης είναι είτε από την αρχή είτε τουλάχιστον στην παρούσα μορφή τους, γραμμένα στην ελληνική γλώσσα, επειδή άσχετα προς την αρχική καταγωγή του ιστορικού υλικού ή των αρχικών γραπτών πηγών, τα κείμενα αυτά προέρχονται όλα από Εκκλησίες που χρησιμοποιούσαν τα ελληνικά ως μέσο επικοινωνίας. Μάλιστα, αν εξαιρεθούν ελάχιστα χωρία, στα βιβλία της Καινής Διαθήκης, χρησιμοποιείται παντού και η ελληνική Παλαιά Διαθήκη των "εβδομήκοντα". Κατ' αυτό τον τρόπο, είναι φανερό πως η Καινή Διαθήκη αποτελεί μέρος της ελληνικής γραμματολογίας.

Το είδος της ελληνικής που χρησιμοποιήθηκε[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ελληνική γλώσσα που συναντούμε στα κείμενα της Καινής Διαθήκης δεν είναι η κλασική αττική γλώσσα. Επειδή μάλιστα επικρατούν πολλές ασυνήθιστες και άγνωστες στην αρχαία ελληνική λέξεις και εκφράσεις, πριν από τα τέλη του προηγούμενου αιώνα πίστευαν ότι πρόκειται για μια ιδιαίτερη «ιερή» γλώσσα, που την ονόμαζαν «βιβλική ελληνική».
Από τότε όμως που νέοι πάπυροι της ελληνιστικής εποχής βρέθηκαν στα τέλη του 19ου με αρχές του 20ου αιώνα και οι ερευνητές μελέτησαν τη γλώσσα των κειμένων αυτών που προέρχονταν από την καθημερινή ζωή (ιδιωτικές επιστολές, συμφωνητικά κ.ά), διαπιστώθηκε ότι η γλώσσα της Καινής Διαθήκης είναι η «κοινή» ελληνιστική, η γλώσσα δηλαδή των ελληνιστικών χρόνων που αποτελεί τη φυσιολογική εξέλιξη της αρχαίας ελληνικής και της οποίας συνέχεια είναι η νέα ελληνική.
Κάποια γενικά χαρακτηριστικά της κοινής ελληνιστικής είναι:
  • Η απλούστερη σύνταξη σε σχέση με την αττική γλώσσα
  • Η απλούστερη γραμματική
  • Η αλλαγή περιεχομένου σε παλιές λέξεις της κλασικής εποχής
  • Η πρόσληψη και ενσωμάτωση στοιχείων από άλλες γλώσσες (εβραϊκές λέξεις, σημιτικές εκφράσεις, λατινικές λέξεις)
Την ελληνιστική κοινή είχε διαδώσει ο Μ. Αλέξανδρος και οι διάδοχοι του στα πέρατα της «οικουμένης». Σ' αυτήν είχε ήδη μεταφραστεί και η Παλαιά Διαθήκη. Η «κοινή» ήταν μια γλώσσα απλή, καθαρά ελληνική, και επιπλέον είχε την δυνατότητα να εκφράσει αφηρημένες έννοιες και να δημιουργήσει νέες και σύνθετες λέξεις και παρά το σημιτικό υπόβαθρο των ιερών κειμένων ή των συγγραφέων τους, υπάρχουν στην Καινή Διαθήκη ελληνικές λέξεις προς έκφραση οποιασδήποτε έννοιας..

Η ιστορία του κειμένου της Καινής Διαθήκης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Είναι αλήθεια πως το γραπτό μήνυμα που διασώθηκε από τα βιβλία της Καινής Διαθήκης, εξαφανίστηκε στην αρχική του μορφή. Δεν έχουμε στη διάθεση μας ούτε ένα απλό σπάραγμα παπύρου, της γραφικής ύλης των πρώτων αιώνων, που να περιέχει κείμενο της Καινής Διαθήκης όπως βγήκε από το χέρι του αρχικού συγγραφέα. Αν και κάποια από αυτά μας οδηγούν αρκετά κοντά στη συγγραφή των αυθεντικών, ό,τι υπάρχει σήμερα είναι αντίγραφα των πρωτοτύπων.
Αυτό οφείλεται σε χιλιάδες αντιγραφείς, που από γενιά σε γενιά διέσωσαν και μετέδωσαν τα κείμενα αυτά. Βεβαίως, κι αυτοί υπόκεινταν στο ανθρώπινο λάθος. Είτε δεν διάβασαν σωστά κάποιες λέξεις, είτε εσφαλμένα αντέγραψαν άλλες, μετέθεσαν ολόκληρες προτάσεις, παρέλειψαν ολόκληρες φράσεις καθώς ήταν δυνατό από κάποια φυσική φθορά στο κείμενο του υποδείγματος να είχαν σβηστεί λίγα ή πολλά γράμματα και αυτά να παραλείπονται στο αντίγραφο, διάφορες προσθήκες παρουσιάζονταν και γενικά έκαναν όλα τα λάθη που η μελέτη της παλαιογραφίας και της κριτικής κειμένων έχει εντοπίσει σε κάθε ανθρώπινη προσπάθεια αντιγραφής.
Υπήρχαν επίσης πολλοί άλλοι αντιγραφείς που αναλάμβαναν να βελτιώσουν την ατελή γραμματική μερικών συγγραφέων της Καινής Διαθήκης, να προσθέσουν επεξηγήσεις όταν κάτι φαινόταν πως απαιτούσε αποσαφήνιση ή να εισαγάγουν κάποιες αλλαγές έτσι ώστε νά κερδίσουν κάποια μάχη που δινόταν στα χρόνια τους. Πολλοί αντιγραφείς εμπιστεύονταν, περιστασιακά, περισσότερο τη μνήμη τους παρά την όραση τους, γράφοντας αυτό που θυμόντουσαν και όχι αυτό που έβλεπαν μπροστά τους. Παρόλο λοιπόν που οι αντιγραφείς αυτοί πίστευαν πως τα κείμενα που αντέγραφαν ήταν ο λόγος του Θεού, μας κληροδότησαν ένα πλήθος από παραλλαγές και παραφθορές του κειμένου της Καινής Διαθήκης.
Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, τον μεγάλο μόχθο για την έρευνα, σύγκριση και αποκατάσταση των αρχαίων χειρογράφων ώστε να φτάσουμε όσο είναι ανθρώπινα δυνατό στο αρχικό κείμενο των ευαγγελιστών και επιστολογράφων, ανέλαβαν ερευνητές, που η ειδικότητα τους είναι γνωστή ως "Κριτική του κειμένου". Οι ερευνητές αυτοί, κατά τη διάρκεια του έργου τους, έπρεπε να μελετήσουν μαρτυρίες χιλιάδων χειρογράφων από τον δεύτερο ως τον δέκατο πέμπτο αιώνα, να αξιολογήσουν το υλικό, να ταχθούν υπέρ ή ενάντια αυτής ή της άλλης λέξης, υπέρ της μιας ή της άλλης φράσης, υπέρ της κρίσης μιας περικοπής ως αυθεντικής ή ως μεταγενέστερης προσθήκης.
Το σημερινό κείμενο της Καινής Διαθήκης, είναι προϊόν όλων αυτών των συντονισμένων προσπαθειών από αναγνωρισμένους και αξιοσέβαστους ειδικούς στον κλάδο τους. Παρά το γεγονός ότι και μετά την επικράτηση του χριστιανισμού, επιδρομές διαφόρων λαών εξαφάνισαν τα βιβλικά χειρόγραφα από αρκετές περιοχές της χριστιανοσύνης, σώθηκαν μέχρι σήμερα πάνω από 2.500 ελληνικά χειρόγραφα που περιέχουν είτε πλήρη, είτε αποσπάσματα του κειμένου. Ο συνολικός αριθμός παραλλαγών, θελητών και αθέλητων, των ιερών κειμένων, κυμαίνεται γύρω στις 200.000, στο μεγαλύτερο μέρος τους όμως πρόκειται για παραλλαγές ασήμαντες όσον αφορά το νόημα και την ουσία του κειμένου. Σε κάθε περίπτωση όμως, ο τεράστιος αριθμός χειρογράφων και παραθέσεων χωρίων από τους εκκλησιαστικούς συγγραφείς, μας επιτρέπει να έχουμε ένα κείμενο κατά πολύ ανώτερο απέναντι στις περισσότερες σχεδόν νεώτερες φιλολογικές συνθέσεις.
Το κείμενο της 27ης έκδ. "Nestle-Aland" και 4ης έκδ. της "Greek New Testament", θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ένα οικουμενικά αποδεκτό κείμενο, αφού απ' αυτό διδάσκονται οι φοιτητές την ερμηνεία στα Πανεπιστήμια του κόσμου και απ' αυτό γίνονται οι μεταφράσεις στις διάφορες γλώσσες και διαλέκτους.

Το κείμενο της Κ.Δ. που βρέθηκε σε χειρόγραφα μέχρι και του 3ου αιώνα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα ευρήματα δείχνουν ότι πάνω από το μισό κείμενο της Καινής Διαθήκης, βρέθηκε σε χειρόγραφα που χρονολογούνται[14] μέχρι και τον 3ο μ.Χ. αιώνα:
ΒιβλίοΣύνολο εδαφίων που περιέχει το βιβλίοΣύνολο εδαφίων που βρέθηκαν σε χειρόγραφα μέχρι το 300 μ.Χ.Ποσοστό περιεχομένου που βρέθηκε %Χρονολόγηση αρχαιότερου χειρογράφουΟνομασία του αρχαιότερου χειρογράφου
Κατά Ματθαίον107114813,82γύρω στα 200 μ.Χ.p64
Κατά Μάρκον67825036,87γύρω στα 200 μ.Χ.p45
Κατά Λουκάν115182972,02γύρω στα 200 μ.Χ.p45
Κατά Ιωάννην87984295,79γύρω στα 125 μ.Χ.p52
Πράξεις100753052,63γύρω στα 200 μ.Χ.p45
Προς Ρωμαίους43329568,13γύρω στα 200 μ.Χ.p46
Προς Κορινθίους Αʹ43743599,54γύρω στα 200 μ.Χ.p46
Προς Κορινθίους Βʹ257257100γύρω στα 200 μ.Χ.p46
Προς Γαλάτας149149100γύρω στα 200 μ.Χ.p46
Προς Εφεσίους15515499,35γύρω στα 200 μ.Χ.p46
Προς Φιλιππησίους104104100γύρω στα 200 μ.Χ.p46
Προς Κολοσσαείς9595100γύρω στα 200 μ.Χ.p46
Προς Θεσσαλονικείς Αʹ894651,69γύρω στα 200 μ.Χ.p46
Προς Θεσσαλονικείς Βʹ47612,773ος αιώναςp30
Προς Τιμόθεον Αʹ11300
Προς Τιμόθεον Βʹ8300
Προς Τίτον461123,91γύρω στα 200 μ.Χ.p32
Προς Φιλήμονα255203ος αιώναςp87
Προς Εβραίους303303100γύρω στα 200 μ.Χ.p46
Ιακώβου1082422,22αρχές 3ου αιώναp23
Πέτρου Αʹ105105100τέλη 3ου αιώναp72
Πέτρου Βʹ6161100τέλη 3ου αιώναp72
Ιωάννου Αʹ10565,713ος αιώναςp9
Ιωάννου Βʹ1300
Ιωάννου Γʹ1400
Ιούδα2525100τέλη 3ου αιώναp72
Αποκάλυψις Ιωάννου40412831,683ος αιώναςp47
ΣΥΝΟΛΑ7957431854,27 %

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Άλμα πάνω William F. Beck, The New Testament in the Language of Today, Revised ed., Concordia Publishing House, 1967, σελ. x.
  2. Άλμα πάνω Για παράδειγμα, σε σελίδα του Πανεπιστημίου της Πολιτείας Ουάσινγκτον, αναφέρεται: «Εκείνοι που είναι ευαισθητοποιημένοι σε σχέση με την Ιουδαϊκή προέλευση της Εβραϊκής Βίβλου χρησιμοποιούν τους όρους "Εβραϊκές Γραφές" και "Χριστιανικές Γραφές" αντί των παραδοσιακών Χριστιανικών ονομασιών "Παλαιά Διαθήκη" και "Καινή Διαθήκη"».
  3. Άλμα πάνω «In 2 Peter 3:16 Paul’s epistles are actually called ‘Scriptures’, and a gospel is identified as ‘the Scripture’ in 1 Timothy 5:18. The use of ‘Scripture(s)’ to denote NT writings became increasingly common through the 2nd century and by the end of it was normal». (New Dictionary of Biblical Theology, 2001)
  4. Άλμα πάνω «There is no sense, at this stage, of a Canon of Scripture, a closed list to which addition may not be made. This would appear to be due to two factors: the existence of an oral tradition and the presence of apostles, apostolic disciples, and prophets, who were the foci and the interpreters of the dominical traditions». (New Bible Dictionary, 1982.
  5. Άλμα πάνω Βλέπε το έργο Διάλογος προς Τρύφωνα του Ιουστίνου Μάρτυρα (περ. 165). Αυτή η ιδέα φαίνεται και στο έργο Περί Πάσχα του Μελίτωνα Σάρδεων (περ. 170), όπου αναφέρεται για παράδειγμα: «Καὶ γὰρ ὁ Νόμος Λόγος ἐγένετο καὶ ὁ παλαιὸς καινός͵ συνεξελθὼν ἐκ Σιὼν καὶ Ἰερουσαλήμ καὶ ἡ ἐντολὴ χάρις͵ καὶ ὁ τύπος ἀλήθεια».
  6. Άλμα πάνω The Canon of the New Testament, Bruce M. Metzger, 1987, Oxford University Press, σελ. 1-7.
  7. Άλμα πάνω «The boundaries of the New Testament canon had been fixed in preliminary way around the year 200». (A Short History of Christian Doctrine, Bernhard Lohse, 1985, Fortress Press, σελ. 28)
  8. Άλμα πάνω Ο Μπρους Μέτζγκερ (Bruce M. Metzger) ομότιμος καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Πρίνσετον, μέλος του συμβουλίου της Αμερικανικής Βιβλικής Εταιρίας (American Bible Society) και συνεκδότης του κειμένου της Καινής Διαθήκης των Ενωμένων Βιβλικών Εταιριών (United Bible Societies), αναφέρει:
    «Το 367 ο Αθανάσιος τον όρο "κανών" προς δήλωση του σώματος των βιβλίων της Αγίας Γραφής προσδιόρισε ποια βιβλία είναι στην πραγματικότητα τα κανονικά βιβλία (βιβλία κανονιζόμενα) σε αντίθεση με τα απόκρυφα (Εορτ. Επιστ. 39)· αυτή είναι η παλιότερη κατάταξη σε κατάλογο των είκοσι εφτά βιβλίων της Καινής Διαθήκης. Η χρήση της λέξης κανών για ολόκληρη την συλλογή εμφανίζεται αργότερα, με πιο ξεκάθαρη περίπτωση σε ποίημα Iambi ad Seleucum (Ίαμβος Προς Σέλευκον) που γράφτηκε το γύρω 380 μ.Χ. από τον Αμφιλόχιο, επίσκοπο Ικονίου. Όταν τελειώνει με την απαρίθμηση των βιβλίων της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης, δηλώνει: "Αυτός είναι πιθανόν ο πιο αξιόπιστος κανόνας των θεόπνευστων γραφών" (κανὼν [...] τῶν θεοπνεύστων γραφῶν). Η έκφραση κανὼν τῆς καινῆς διαθήκης εμφανίζεται για πρώτη φορά στον Αποκριτικό (iv. 10) του Μακάριου του Μέγα, μια απολογία που γράφτηκε γύρω στο 400 μ.Χ.»
    «Πρέπει παράλληλα να σημειωθεί ότι νωρίτερα, τουλάχιστον ως το 350 μ.Χ., ο ο Αθανάσιος διαχώριζε τα θεόπνευστα βιβλία από τα κανονικά βιβλία. Αρκετές φορές παρέθεσε από συγκεκριμένα βιβλία που θεωρούσε θεόπνευστα αλλά τα οποία αργότερα απέκλεισε από την Εορταστική Επιστολή του 367· αυτά περιλάμβαναν το Γ' Έσδρας (Α' Έσδρας) και τον Ποιμένα του Ερμά. Βλέπε Jean Ruwet, Le Canon Alexandrin des Ecritures; Saint Athanase, Biblica xxxiii [1952], σελ. 1-29».
    The Canon of the New Testament: Its Origin, Development, and Significance (Ο Κανόνας της Καινής Διαθήκης: Η Προέλευση, η Ανάπτυξη και η Σημασία), 1997, σελ. 210, 211, 292
    Η θεολογική εγκυκλοπαίδεια The Anchor Bible Dictionary, διευκρινίζει:
    "In reference to the NT, the term "canon" calls special attention both to its form, that is, a fixed collection of precisely 27 early Christian documents, and to its function, that is, literature that is normative for the faith and life of the Christian community. Both of these connotations belonged to the Greek word κανών: from its fundamental sense, "a tool for measurement," there arose the extended meanings "list", "catalog" (probably derived from the series of calibrations on a measuring tool), and also "norm", "standard". When the term began in the 4th century to be applied to Christian writings it was with the sense of "list": a document was said to be "in the canon" or "canonical" if it was "on the list" of those writings which were read, or were permitted to be read, in Christian assemblies of worship. The word "canon" had previously been used in Christian as in secular circles also in the sense of "norm" or "standard", and though this was not its initial meaning in reference to Christian writings, it followed close behind, since those writings which were used for liturgical reading were certainly regarded as authoritative.
    The Anchor Bible Dictionary, Freedman, David Noel, ed., New York: Doubleday, 1997, 1992, λήμμα "Canon", τομ. 1, σελ. 852
    Με την παραπάνω άποψη διαφωνούν οι καθηγητές Καραβιδόπουλος (συνεκδότης του κριτικού κειμένου της Καινής Διαθήκης των Nestle-Aland 27ης έκδ.) και Μπρατσιώτης:
    "Ας σημειωθεί ότι πρώτος ο Μ. Αθανάσιος χρησιμοποιεί τον ορο "κανών" προς δήλωση του σώματος των βιβλίων της Αγίας Γραφής. Και ο Αμφιλόχιος Ικονίου κλείνει την απαρίθμηση των βιβλίων τής Γραφής μέ τή φράση "ούτος αψευδέστατος κανών αν είδη των θεοπνεύστων γραφών". Έτσι τα βιβλία που ανήκουν στον κανόνα της Γραφής ονομάζονται στό εξής "κανονικά", "κανονιζόμενα", "κεκανονισμένα", ενώ τα άλλα χαρακτηρίζονται ως "ακανόνιστα", "απόκρυφα" κλπ."
    Εισαγωγή στην Καινή Διαθήκη, Καραβιδόπουλος Ι., Πουρναράς, 1998, σελ. 114
    Επίσης ο καθηγητής Μπρατσιώτης γράφει (στην υποσημείωση #2) ότι η μεταγενέστερη χρήση του όρου "κανών" από τον Αμφιλόχιο ήταν η παρακάτω:
    "[...] "Ποίημα προς Σέλευκον" (Ε.Π.Μ. 37, 1595), ένθα γίνεται διάκρισις μεταξύ κανονικών, έμμεσων (δηλ. ενδιαμέσων) και νόθων βιβλίων."
    Μπρατσιώτου Π. Εισαγωγή εις την Παλαιάν Διαθήκην, Άθήναι, 1993, σελ. 505
    Στο ίδιο πνεύμα κινείται και o A. F. J. Klijn:
    "It is not until the middle of the fourth century, however, that Athanasius uses "canon" in the special meaning of "list of scriptures accepted by the church". He says that the Pastor of Hermas stands "outside the canon" (εκ του κανόνος). In 394 Amphilochus of Iconium writes a catalogue of the bible in iambics in which he says: ούτος αψευδέστατος κανών αν είη θεοπνεύστων γραφών."
    (A. F. J. Klijn, "An Introduction to the New Testament", Brill Academic Publishers, 1980)
  9. Άλμα πάνω Η λίστα αυτή των βιβλίων παραλείπεται από τη λατινική έκδοση του Διονύσιου του Μικρού(Dionysius Exiguus) και από 3 συριακά χειρόγραφα που βρίσκονται στο Βρετανικό Μουσείο. Βλέπε Alexander Souter, The Text and Canon of the New Testament Second ed., 1953, σελ. 178.
  10. Άλμα πάνω Οι κανόνες της Συνόδου της Καρθαγένης μπορούν να βρεθούν εδώ, στην ιστοσελίδα τηςChristian Classics Ethereal Library, στην αγγλική.
  11. Άλμα πάνω Ο δεύτερος κανόνας της Πενθέκτης Συνόδου μπορεί να βρεθεί στην Βικιθήκη και στην ιστοσελίδα της Christian Classics Ethereal Library, στην αγγλική.
  12. Άλμα πάνω Σχετικά με την Αρχαία Συριακή Μετάφραση παρατίθενται τα παρακάτω: Χρονολόγηση
    • "The Peshitta is not a new translation, but a revision of the Old Syriac Version. As the result of this revision, digressions were eliminated,additions removed, omissions supplemented and peculiarities retouched. Through this process the Peshitta lost its former singularities and variants which were much cherished and so deeply rooted in Syriac textual traditions. After this process, the text assumed a wholly new complexion, conforming more or less to the Greek. This distinguishes the Peshitta from the Old Syriac. Its back is turned on the ancient and endeared traditions, and its face is decidedly turned toward the Greek form."
    (Early Versions of the New Testament, Manuscript Studies, Arthur Voobus, 1954, σελ. 97-98)
    • "Η Συριακή μετάφραση Πεσίττα ή Πεσιττώ [...] Εικάζεται ότι η εκπόνηση της έλαβε χώρα περί τα μέσα του 2ου αι. μ.Χ., αμέσως μετά τη σύσταση της συριακής Εκκλησίας."
    (Εισαγωγή στην Παλαιά Διαθήκη, Καλαντζάκης, Πουρναράς, 2006, σελ. 218-219)
    • "At any rate, it seems to be the opinion, of all who have studied and written upon this subject, that the Syriac canon of the New Testament cannot be referred to a later age than the second century of the Christian era."
    (William Cureton, "Remains of a Very Ancient Recension of the Four Gospels in Syriac", Gorgias Press 2005, σελ. xxviii)
    • "Η αρχαία Συριακή είναι η αρχαιότερα πασών των Συριακών μεταφράσεων [...] Μολονότι είναι δύσκολος ο ακριβής καθορισμός της ηλικίας και της προελεύσεως των χειρογράφων, πιστεύεται ότι ταύτα προέρχονται εκ των μέσων του 2ου αιώνος, πράγμα το οποίον δηλοί ότι η Αρχαία Συριακή μετάφρασις εγένετο περί τας αρχάς του 2ου αιώνος."
    (Βούλγαρης Χρ., Εισαγωγή εις την Καινήν Διαθήκην Τόμος Β', Αθήνα, 2003, σελ. 1336)
    • "As early as the second century the books of the New Testament were translated, as the mission of the church came to require it. In particular they were translated into Latin in the west, Syriac in the East."
    (Brian E. Beck, "Reading the New Testament Today: An Introduction to New Testament Study", James Clarke & Co., 2000, σελ. 19)
    • "Ή αρχαιότερη από τις συριακές μεταφράσεις για την οποία έχουμε πληροφορίες ανάγεται στο β' μισό του 2ου αιώνα [...] Από τις αρχές του 5ου αιώνα άρχισε να επικρατεί μια ενιαία συριακή μετάφραση που αργότερα ονομάστηκε Πεσίττα (Peschitta), ή, κατά την ιακωβιτική προφορά, την προφορά δηλαδή των χριστιανών της δυτικής Συρίας, Πεσιττώ (Peschitto)."
    (Εισαγωγή στην Καινή Διαθήκη, Καραβιδόπουλος Ι., Πουρναράς, 1998, σελ. 52)
    • "The Old Syriac Version [...] According to Syrian tradition [...] the O.T. was translated in conjunction with the New, and it may very likely have been effected in the second century."
    (Introduction to the Canonical Books of the Old Testament, G. H. Box, Carl Cornill, G. P. Putnam's Sons, 1997, σελ. 531-532)
    • "The Old Syriac (Vetus Syra). This version is known primarily from two manuscripts. Both contain only the four canonical Gospels. No Old Syriac of the Pauline or general epistles has been found, although citations of those texts in Armenian translations of Syriac literature suggest these may have existed. [...] Some have dated it as early as the late 1st or early 2d century."
    (The Anchor Bible Dictionary, Freedman, D. N., New York: Doubleday, 1996, Τόμος 1, σελ. 974)
    • "The New Testament was rather early translated into other languages, for although Greek was the universal language of the Roman empire, by no means could all people speak it fluently. [...]
    A. Syriac translations
    1. The old Syriac version was made about a.d. 200.
    2. The Peshitta version was prepared around a.d. 400.
    (David A. Fiensy, The College Press NIV Commentary: New Testament Introduction, College Press, 1994, σελ. 366.
    • "Another very important class of witnesses to the text of New Testament are the Ancient Versions in other languages, the oldest of which, the Old Syriac and the Old Latin, go back to the latter half of the second century."
    (Frederick Fyvie Bruce, "The New Testament Documents: Are They Reliable?", Wm. B. Eerdmans Publishing, 6th ed. 1981)
    • "What is more important is that manuscripts of the Old Syriac Gospels-the text which lies behind the Peshitta and has not been smoothed out to suit the Greek-have been discovered. [...] Professor Burkitt and others in Cambridge recognised that here was another Old Syriac find. The date they suggested was A.D. 200."
    (How Our Bible Came to Us: Its Texts and Versions, H. G. G. Herklots, Oxford University Press, 1954, σελ. 152)
    • "In general, our N.T. manuscripts seem to be descended from five or six leading textual 'families' in the 2nd century. These are probably to be associated with the great centers of Christian activity--Egypt (esp. Alexandria), Caesarea, Syria, Italy, North Africa, Gaul. The oldest versions (Old Latin and Old Syriac) also belong to this period and represent local types of text."
    (An Encyclopedia of Religion, Vergilius Ferm, Philosophical Library, 1945, σελ. 530)
    • "For the Old Syriac, i.e. for the Syriac text of Hebrews prior to the vulgate revision (Peshitta) of the fifth century, we possess even less material than in the case of the Old Latin version. Hebrews belonged to the old Syrian canon, but the primitive text can only be recovered approximately from (i) the Armenian version,2 which rests in part upon an Old Syriac basis [...] The early evidence [...] may be chronologically tabulated as follows: 200–300 (Old Syriac)(Old Latin) [...] 400-500 peshitta"
    J. J. Moffatt, A Critical and Exegetical Commentary on the Epistle to the Hebrews, T&T Clark International, 1924, σελ. lxxi.)
    • "The Syrian canon, is perhaps, the oldest example of collection of this kind. Its date is not later than the closing years of the second century. It was the Bible of the Syrian Christians of that day. The ancient manuscripts of this version comprise the books in our canon, with the exception of Second and Third John, Second Peter, Jude, and the Apocalypse."
    (George P. Fisher, "The Grounds of Theistic and Christian Belief", Kessinger Publishing, 1902, σελ. 430)
    • "It is now generally acknowledged, that the Peshito or first Syriac Version of the New Testament was probably made in the second century, or at least early in the third."
    ("A Commentary on the Apocalypse", Moses Stuart, Allen, Morrill, and Wardwell, 1845, σελ. 365)
    • "But, perhaps, the Old Syriac Version of the New Testament, called Peshito, furnishes the strongest proof of the Canonical authority of all the books which are contained in it. This excellent version has a very high claim to antiquity; and, in the opinion of some of the best Syriac scholars, who have profoundly examined this subject, was made before the close of the first century."
    (The canon of the Old and New Testaments ascertained, Archibald Alexander, 1831, σελ. 152)
    Κανόνας
    • "Almost all this literature contains the inserted New Testament text and - be it noted- it is taken from the old syriac text type. [...] Almost every document I have perused has brought me into contact with the inserted New Testament text taken from the Old Syriac version."
    (A Critical Apparatus for the Vetus Syra, Arthur Voobus, Journal of Biblical Literature vol.70, No.2 Jun. 1951, σελ. 126-127)
    • "Peshitta. This is the standard version of the Syriac churches. It covers all the NT apart from 2–3 John, 2 Peter, Jude and Revelation, which do not form part of the canon of the early Syriac Church. [...] As can be seen from the gospels, the Peshitta is not a new translation, but a revision of the Old Syriac"
    (The Anchor Bible Dictionary, Freedman, D. N., New York: Doubleday, 1996, Τόμος 6, σελ. 796)
    • "The Old Syriac (Vetus Syra). This version is known primarily from two manuscripts. Both contain only the four canonical Gospels. No Old Syriac of the Pauline or general epistles has been found, although citations of those texts in Armenian translations of Syriac literature suggest these may have existed. [...] Some have dated it as early as the late 1st or early 2d century."
    (The Anchor Bible Dictionary, Freedman, D. N., New York: Doubleday, 1996, Τόμος 1, σελ. 974)
    • "Parts of the New Testament were translated into Syriac, an Aramaic dialect used in various eastern (West Mesopotamian) churches, during the second century A.D. [...] The New Testament Peshitta (fourth century) is a revision of the Old Syriac following the Greek textbecause the Syrian church did not accept the minor Catholic epistles (2 Peter, 2-3 John, Jude) and Revelation as canonical, they are not included."
    (The Eerdmans Bible dictionary, Myers, A. C., Eerdmans, 1987, σελ. 154)
    • "Clement of Alexandria (200) also referred to the Epistle (σ.σ. THESSALONIANS, SECOND EPISTLE) and it was included in the canon of the Old Syriac and Old Latin versions as well as in the earlier canons of Marcion and the Muratorian Fragment."
    (The International Standard Bible Encyclopedia, Revised, Bromiley, G. W., Wm. B. Eerdmans, 2002, Τόμος 4, σελ. 835)
    • "Although no manuscript of an Old Syriac version of the Acts and Pauline Epistles is Known, scholars have suspected from the form of quotations from these books in the writings of early Syriac and Armenian authors that an older form of the Syriac text of the APostolos preceded that of Peshitta"
    (The Early Versions of the New Testament, Bruce M Metzger, Oxford University Press, 1977, σελ. 39)
    • "The Peshitta version of the NT (completed in the early 5th century) was not a new translation, but rather a revision of the Old Syriac [...] Among the distinctives of the NT Peshitta are the omission of several verses in Matthew, Luke, John, and Acts and the absence of five canonical books (2 Peter, 2 John, 3 John, Jude, Revelation)."
    (Eerdmans dictionary of the Bible, Freedman, D. N., Myers, A. C., & Beck, A. B., W.B. Eerdmans, 2000, σελ. 1266)
    • "Probably as early as the end of the 2d century, a Syriac translation of the four separate gospels appeared: the Old Syriac. [...] A third Syriac version, which is known through several hundred manuscripts some from the 4th and 5th centuries, is called the Peshitta. It was developed gradually on the basis of the Old Syriac translation in successive recensions, which used Greek texts for comparison at each stage. [...] The older form of the Peshitta which did not include 2 Peter, 2 and 3 John, Jude and Revelation [...]"
    (Introduction to the New Testament, Helmut Koester, Walter de Gruyter, 2000, σελ. 33)
    • "The Epistle to the Colossians was also included in Marcion’s Canon, in the Old Latin, and in the Old Syriac."
    (New Testament commentary: Exposition of Colossians and Philemon, Hendriksen, W., & Kistemaker, S. J., Baker Book House, Τόμος 6, σελ. 37)
    (σ.σ. Το ίδιο αναφέρεται και για τις επιστολές προς Φιλιππησίους και Γαλάτεςστην ίδια σειρά υπομνημάτων και στους τόμους #5, σελ. 35 και #8, σελ. 20, , αντίστοιχα.)
    • "the Syriac version of the bulk of the New Testament books was in existence, say in the year 170, to be a very modest one. So far as we can tell, this Old Syriac translation contained all the books of our New Testament except the Revelation and the four Epistles, Second and Third John, Second Peter and Jude."
    (Canon and Text of the New Testament, Caspar Rene Gregory, Charles Scribner's Sons, 1907, σελ. 156)
    • "Η Αρχαία Συριακή μετάφρασις των Πράξεων και των Επιστολών του Παύλου δεν διεσώθη εις χειρόγραφα. Περί αυτής γνωρίζομεν μόνον εκ των παραθέσεων των Ανατολικών πατέρων και εκκλησιαστικών συγγραφέων"
    (Βούλγαρης Χρ., Εισαγωγή εις την Καινήν Διαθήκην Τόμος Β', Αθήνα, 2003, σελ. 1337)
    • "η σημερινή εκτίμησις περί του Συριακού Κανόνος είναι ότι τα εις την Πεσιτώ, την επίσημον Βίβλον της Συριακής εκκλησίας περιλαμβανόμενα 22 βιβλία, εξαιρουμένων δηλαδή της Β' Πέτρου, των Β' και Γ' Ιωάννου, της Ιούδα και της Αποκαλύψεως, είναι τα αρχαιόθεν θεωρούμενα ως κανονικά βιβλία της Καινής Διαθήκης."
    (Βούλγαρης Χρ., Εισαγωγή εις την Καινήν Διαθήκην Τόμος Β', Αθήνα, 2003, σελ. 663)
    • "Michaelis is of opinion, that Melito, who wrote about a. d. 170, has expressly declared, that a Syrian Version of the Bible existed in his time. [...] It is also well known, that the Armenian Version, which itself is ancient, was made from the Syriac. Now, this ancient Version contains the four Gospels, the Acts of the Apostles, the Epistles of Paul including that to the Hebrews, the First Epistle of John, the First Epistle of Peter, and the Epistle of James."
    (The canon of the Old and New Testaments ascertained, Archibald Alexander, 1831, σελ. 153)
    • "The Syrian canon, is perhaps, the oldest example of collection of this kind. Its date is not later than the closing years of the second century. It was the Bible of the Syrian Christians of that day. The ancient manuscripts of this version comprise the books in our canon, with the exception of Second and Third John, Second Peter, Jude, and the Apocalypse."
    (George P. Fisher, "The Grounds of Theistic and Christian Belief", Kessinger Publishing, 1883)
    • "The Old Syriac version of Acts and the Pauline Epistles has not survived in extenso; we know it only through citations made by Eastern Fathers. [...] the New Testament quotations in the genuine works of Ephraem ... agree largely with the Old Syriac version and not with the Peshitta"
    (The Text of the New Testament: Its Transmission, Corruption, and Restoration, Bruce M. Metzger, Oxford University Press, 1992, σελ. 69, 137)
    • "The Second and Third Epistles (σ.σ Ιωάννου) were not in the Peschito or old Syriac version."
    (Robert Jamieson et al., A Commentary, Critical and Explanatory, on the Old and New Testaments, Oak Harbor, 1997, στην ερμηνεία του 2 Jn 1.
    • "ο αποκλεισμός ταύτης (σ.σ. Β' Πέτρ.) εκ της Πεσιτώ και της Αρχαίας Συριακής μεταφράσεως της Καινής Διαθήκης οφείλεται προφανώς εις την προσπάθειαν της Συριακής Εκκλησίας ν' αποφυγή την επίδρασιν του ιουδαϊκού Γνωστικισμοϋ, η δε Β' Πέτρου (2:11) υπαινίσσεται την περί αγγέλων διδασκαλίαν του απόκρυφου βιβλίου "Ανάληψις Μωυσέως"."
    (Βούλγαρης Χρ., Εισαγωγή εις την Καινήν Διαθήκην Τόμος Β', Αθήνα, 2003, σελ. 909)
    • "εν τοις διαφόροις έργοις αυτού (σ.σ. Ιωάννης ο Χρυσόστομος) τηρεί απόλυτον σιγήν περί της Αποκαλύψεως και των τεσσάρων Καθολικών επιστολών Ιούδα, Β' Πέτρου, Β' καί Γ' Ιωάννου. [...] δύναται να εξηγηθή όταν αναλογισθή τις, ότι ούτος έδρασεν επί μακρόν εν Αντιόχεια της Συρίας [...] και ότι τα εν λόγω βιβλία δεν περιλαμβάνονται εις τον Συριακόν Κανόνα της Καινής Διαθήκης."
    (Βούλγαρης Χρ., Εισαγωγή εις την Καινήν Διαθήκην Τόμος Β', Αθήνα, 2003, σελ. 900)
    • "Κατά την εξέτασιν των Καθολικών Επιστολών Β' Πέτρου, Β'-Γ' Ιωάννου και του Ιούδα, ως και της Αποκαλύψεως, προηγουμένως, ετονίσαμεν ότι τα βιβλία ταύτα, ενώ περιελήφθησαν εις τας Βοχαϊρικήν και Σαχιδικήν μεταφράσεις του 3ου αιώνος, απουσιάζουν εκ της αρχαίας Συριακής (Vetus Syra) και της Πεσιτώ του 4ου και του 5ου αιώνος, σκοπίμως, διότι οι ιουδαϊκής προελεύσεως Γνωστικοί της περιόδου ταύτης έκαμνον κατάχρησιν της ιουδαϊκής ερμηνευτικής μεθόδου Haggada και του σχετικού υλικού, προς διάδοσιν των δοξασιών των, η δε περιοχή της Συρίας απετέλει το επίκεντρον της ιουδαϊκής αγγελολογίας. Εντεύθεν, προς προάσπισιν του ποιμνίου της, η Συριακή Εκκλησία απέκλεισε τα βιβλία ταύτα, τα όποια περιέχουν διδασκαλίαν περί αγγέλων, εκ του Κανόνος."
    (Βούλγαρης Χρ., Εισαγωγή εις την Καινήν Διαθήκην Τόμος Β', Αθήνα, 2003, σελ. 1233)
    • (σ.σ. στον πίνακα "The Canon of the New Testament in the First Few Centuries", η στήλη με τίτλο "Old Syriac Version c.200" περιλαμβάνει τον σημερινό κανόνα της Κ.Δ. εκτός των Β' Πέτρου, των Β' και Γ' Ιωάννου, της Ιούδα και της Αποκάλυψης
    (Baker encyclopedia of the Bible, Elwell, W. A., & Beitzel, B. J., Baker Book House, 1988, Τόμος 1, σελ. 304
  13. Άλμα πάνω Πηγές που υποδεικνύουν ότι:
    • α) η λεγόμενη Παλαιά Συριακή μετάφραση της Καινής Διαθήκης (σε αντίθεση με τη μεταγενέστερη Πεσίτα) κατά τον 2ο αιώνα δεν περιείχε 22 βιβλία
    • β) δεν είναι αξιόπιστη η μαρτυρία του συριακού κανόνα όσον αφορά την κανονικοποίηση των βιβλίων της Καινής Διαθήκης κατά τους 3 πρώτους αιώνες της Χριστιανικής εποχής
      • Θεωρίες που αμφισβητούνται σχετικά με τον συρόφωνο Χριστιανισμό του 1ου και 2ου αιώνα και η εξέλιξη των συριακών μεταφράσεων της Καινής Διαθήκης:
    • Η θεολογική εγκυκλοπαίδεια The Anchor Bible Dictionary (The Interpreter's Dictionary of the Bible) κάνει φανερή την ασάφεια που καλύπτει την ανάπτυξη της συριόφωνης Χριστιανικής εκκλησίας κατά τους πρώτους αιώνες της. Επίσης, καταγράφεται ότι οι αρχαιότερες συριακές μεταφράσεις (Διατεσσάρων και Παλαιά Συριακή) πηγη

Δεν υπάρχουν σχόλια: